-
1 обработка
1. тех. η επεξεργασία, η κατεργασία - воды - του ύδατος- на станке - στο μηχάνημα (π.χ. στον τόρνο)- της τελειοποίησης, η τελική κατεργασίαчерновая - προκαταρκτική -, τοξεχόνδρισμαчистовая - см. финишная -2. (земли) ηκαλλιέργεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обработка
-
2 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка
-
3 команда
1. вчт. η εντολή 2. (группа людей) η ομάδα, (ав., мор.) το πλήρωμα 3. (приказ) η διαταγή, η εντολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > команда
-
4 настройка
1. (элн.) о συντονισμόςη ρύθμιση2. муз. το κούρδισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > настройка
-
5 продажа
η πώλησ/η, το πούλημα· *вы-пускать в - у βγάζω για -переговоры ο - е συνομιλίες/διαπραγ-ματεύσης για -- на условиях СИФ - με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продажа
-
6 разведка
η αναγνώριση, η ανίχνευση, (полезных ископаемых) η έρευνα/αναζήτηση των κοιτασμάτων (ορυκτών)сейсмическая - η μελέτη διάδοσης των σεισμικών κυμάτων/δονήσεωνэлектрическая - μέσω μελέτης των ηλεκτρικών/ηλεκτρομαγνητικών πεδίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разведка
-
7 сборка
(соединение частей, механизмов, узлов) η συναρμολογή, η συναρμολόγηση, разг. το μοντάρισμα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сборка
-
8 установка
1. (оборудование) η εγκατάσταση, η διάταξη, η συσκευήτο μηχάνημαο μηχανισμόςбортовая - του σκάφους (πλοίου, αεροσκάφους)водоочистная - επεξεργασίας/καθαρισμού του ύδατοςводоподготовительная - см. водоочистнаягребная мор. - πρόωσηςопреснительная - см. обессоливающаяоросительная - του ποτίσματος/ψεκασμούпусковая косм. - εκτόξευσηςтормозная - το σύστημα πέ-δης/φρεναρίσματοςхолодильная - ψυκτική -, το ψυγείο2. (процесс монтажа) η εγκατάσταση, η τοποθέτηση, η προσαρμογή 3. (регулировка величины по прибору) η ρύθμισηη επιδίωξη, η εντολή, η οδηγία5. физиол. η προσαρμογή (του οργανισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > установка
-
9 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
10 экспертиза
1. (исследование чего-л. с целью дать правильное заключение, правильную оценку чего-л.) η εμπειρογνωμοσύνη, η πραγματογνωμοσύνηокончательная - см. заключительная2. (экспертная комиссия) η επιτροπ/ή των εμπειρογνωμόνωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экспертиза